που

που
    I.
    πού
    ион. κού adv. энкл.
    1) где-нибудь, где-то
    

(ποὺ ἐν πεδίῳ Hom.)

    οὐχ ἑκάς που Soph. — где-то недалеко;
    ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας Xen. — вторгнуться в какую-л. часть страны

    2) как-нибудь, в каком-либо отношении, так или иначе, в той или иной степени
    

εἴ που δέοι Xen. — если возникала какая-л. необходимость;

    τάχα που Soph. — скорее всего, по всей вероятности;
    πάντως κου μέμνησθε Her. — вы, вероятно, хорошо помните;
    ἔτεα τρία καὴ δέκα κου μάλιστα γεγονώς Her. — в возрасте, пожалуй, не больше тринадцати лет;
    οὐδείς που τοῦτο ἀνθρώπων ἀγνοεῖ Plat. — да нет, пожалуй, человека, который не знал бы этого

    II.
    ποῦ
    ион. κοῦ adv.
    1) где, в каком месте

(ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται, ποῦ δέ οἱ ἵπποι; Hom.)

; intens. ποῦ γῆς; и ποῦ χθονός; Trag. где же наконец?, где именно?; ποῦ τῆς χώρας; Xen. в какой части страны?; ποῦ γνώμης εἶ; Soph. на чем ты остановился в своих замыслах?, что ты затеваешь?; ποῦ ποτ΄ εἰμὴ πράγματος; Soph. что со мной?
    2) как, каким образом, на каком основании
    

κοῦ γε δέ οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος ; Her. — почему же залив не оказался занесенным илом?;

    ποῦ χρέ τίθεσθαι ταῦτα, ποῦ δ΄ αἰνεῖν ; Soph. — как это следует понять, как (можно) хвалить?;
    ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής ; Soph. — на каком основании ты считаешься мудрым прорицателем?


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "που" в других словарях:

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ποῦ — πού enclitic indeclform (adverb) ποῦ where? indeclform (interrog) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πού — που , πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… …   Dictionary of Greek

  • που(τ)τί — το, Ν το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) …   Dictionary of Greek

  • η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»